μαιανδρώδης

μαιανδρώδης
μαιανδρ-ώδης, ες, verschlungen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαιανδρώδης — winding masc/fem acc pl (attic epic doric) μαιανδρώδης winding masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) μαιανδρώδης winding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιανδρώδης — μαιανδρώδης, ῶδες (Α) [μαίανδρος] αυτός που μοιάζει με μαίανδρο κατά το σχήμα …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”